- διεγερτικός
- -ή, -ό (AM διεγερτικός, -ή, -όν) [διεγείρω]ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικόςνεοελλ.1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων τού σώματος («διεγερτικά φάρμακα»)2. εκείνος που προκαλεί σεξουαλική διέγερση («διεγερτικές ουσίες, θεάματα κ.λπ.»)3. όποιος παρακινεί στη διατάραξη τής δημόσιας τάξης («διεγερτικοί λόγοι, δημοσιεύματα κ.λπ.»)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διεγερτικάτα φάρμακα που διεγείρουν το νευρικό, μυϊκό ή σεξουαλικό σύστημα.
Dictionary of Greek. 2013.