διεγερτικός

διεγερτικός
-ή, -ό (AM διεγερτικός, -ή, -όν) [διεγείρω]
ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικός
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων τού σώματος («διεγερτικά φάρμακα»)
2. εκείνος που προκαλεί σεξουαλική διέγερση («διεγερτικές ουσίες, θεάματα κ.λπ.»)
3. όποιος παρακινεί στη διατάραξη τής δημόσιας τάξης («διεγερτικοί λόγοι, δημοσιεύματα κ.λπ.»)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διεγερτικά
τα φάρμακα που διεγείρουν το νευρικό, μυϊκό ή σεξουαλικό σύστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διεγερτικός — exciting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικός — ή, ό αυτός που διαθέτει την ιδιότητα να διεγείρει, να ερεθίζει: Υπάρχουν φάρμακα διεγερτικά της σεξουαλικότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεγερτικά — διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc pl διεγερτικά̱ , διεγερτικός exciting fem nom/voc/acc dual διεγερτικά̱ , διεγερτικός exciting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικώτερον — διεγερτικός exciting adverbial comp διεγερτικός exciting masc acc comp sg διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικόν — διεγερτικός exciting masc acc sg διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικοῖς — διεγερτικός exciting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικοί — διεγερτικός exciting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτική — διεγερτικός exciting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικήν — διεγερτικός exciting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερσίνους — ἀερσίνους, ουν (ασυναίρ. νοος, ον) (Α) 1. αυτός που αναπτύσσει τη νοημοσύνη 2. (για το κρασί) αυτός που διεγείρει τον νου, που δίνει κέφι, ζωντάνια, ο διεγερτικός 3. υπερήφανος, φαντασμένος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”